- κορόνα
- η (Μ κορώνα)1. διάδημα, στέμμα, κυρίως βασιλέων ή επισκόπων2. θυρεός, οικόσημο, έμβλημα3. μτφ. η πρώτη, η κορυφαία («είμαι η Ελλάδα, τών πατρίδων είμ' εγώ η κορόνα και τών ανθρώπων ο βωμός», Παλαμ.)νεοελλ.1. η όψη τού νομίσματος στην οποία είναι τυπωμένο το εθνόσημο ή η προτομή ηγεμόνα ή άλλη συμβολική παράσταση, σε αντιδιαστολή με την άλλη όψη που έχει τα γράμματα2. νομισματική μονάδα ορισμένων κρατών, όπως τής Σουηδίας, Δανίας κ.ά.3. τεχνητή θήκη δοντιού4. (ιδιωμ.) η νύφη, η σύζυγος γιου ή αδελφού5. κύκλος6. η υψηλότερη τονική έκταση σε μελωδία7. φρ. α) «κορόνα-γράμματα» — είδος τυχερού παιχνιδιού που παίζεται με νόμισμαβ) «τά έπαιξα κορόνα-γράμματα» — τά διακινδύνευσα όλαμσν.κόσμημα.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. λατ. corona «στεφάνι» < αρχ. ελλ. κορώνη].
Dictionary of Greek. 2013.